- λέγω
- και λέω (AM λέγω, Μ και λέω)1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.)2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες για όλα αυτά;» β. «λέγουσι τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυΐδ εἶναι», ΚΔ)3. διηγούμαι προφορικά, αφηγούμαι, εκθέτω κατά σειρά (α. «κάθε βράδυ μάς έλεγε κι από μια ιστορία» β. «άλλο να σού τά λέω κι άλλο να τά βλέπεις» γ. «το τί ἔγινε δεν λέγεται» δ. «οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα», Ομ. Οδ.ε. «τῆς λεγούσης τὰς πολυφθόρους τύχας», Αισχύλ.)4. ερωτώ (α. «σού λέω πού γύριζες τόσες ώρες και δεν μού απαντάς» β. «λέγοι σοι ὁ διδάσκαλος ποῡ ἐστι τὸ κατάλυμα ὅπου... φάγω;», ΚΔ)5. αποκρίνομαι, απαντώ (α. «μέ ρώτησες τρεις φορές και σού είπα πως δεν ξέρω» β. «καὶ πῶς νὰ ζήσω; λέξον με», Πρόδρ.)6. παρακαλώ, εκλιπαρώ («τού έλεγε να τόν συγχωρήσει»)7. ανακοινώνω κάτι, φανερώνω («οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῑν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῡτα ποιῶ», ΚΔ)8. βεβαιώνω, υποστηρίζω (α. «αφού τό λες, έτσι θά 'ναι» β. «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῑν», ΚΔ)9. διαβάζω κάτι, αναγιγνώσκω (α. «ο παπάς λέει τώρα το ευαγγέλιο» β. «λέγε τὸν νόμον» Δημοσθ.)10. (για γραπτό κείμενο ή για συγγραφέα) αναφέρω, μνημονεύω, διαλαμβάνω (α. «τό λένε οι νόμοι» β. «τί λέει αυτό το βιβλίο;» γ. «καὶ... Δαυΐδ λέγει ἐν βιβλίῳ τῶν ψαλμῶν», ΚΔ)11. εκφράζω κάτι με επιστολή (α. «τού τά λέω στο γράμμα» β. «Ἄμασις Πολυκράτεϊ ὦδε λέγει», Ηρόδ.)12. κηρύσσω, διδάσκω («λέγει ὁ θεός», ΚΔ)13. προλέγω, προβλέπω (α. «ποιος να τό 'λέγε» β. «καὶ ἤρξατο αὐτοῑς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν», ΚΔ)14. παραγγέλλω («Κῡρος γὰρ ἔπεμπε... λέγων ὅτι», Ξεν.)15. ισχυρίζομαι («όποιος λέει κάτι τέτοιο κάνει μεγάλο σφάλμα»)16. μεταδίδω διά τού λόγου, διαδίδω ή μεταβιβάζω (α. «ποιος σού τά 'πε όλα αυτά τα νέα;» β. «διηπόρει διὰ τὸ λέγεσθαι ὑπό τινων ὅτι Ἰωάννης ἐγήγερται», ΚΔ)17. παραδέχομαι («ὁ πατήρ μου... ὃv ὑμεῑς λέγετε ὅτι ὁ θεὸς ὑμῶν ἐστι», ΚΔ)18. θέλω με τα λόγια μου να σημάνω, εννοώ (α. «τί θέλει να πει εδώ;» β. «σήκω απάνω, εσένα λέω!» γ. «πῶς λέγεις;» — τί εννοείς;Πλάτ.δ. «ποταμός, Ἀχελῶον λέγω», Σοφ.)19. κρίνω, συμπεραίνω («ύστερα από όσα άκουσες, τί λες γι' αυτόν τον άνθρωπο;»)20. διατάσσω (α. «ο στρατηγός είπε να μην πάρει κανείς άδεια» β. «μή τι δρᾱν λέγων», Αισχύλ.)21. συνιστώ, συμβουλεύω (α. «εγώ πάντως σού λέω να μην πας» β. «λέγω ὑμῑν ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν», ΚΔ)22. αποκαλώ, ονομάζω (α. «τόν είπε βλάκα» β. «λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταθμῶν κύνα», Αισχύλ.)23. (μέσ. ως απρόσ.) λέγεταιυπάρχει φήμη, διαδίδεται24. φρ. α) «δεν λέει τίποτε» ή «οὐδὲν λέγει» — δεν έχει καμιά αξία, δεν αξίζειβ) «τί λέω!» ή «τὶ λέγω!» — δεν έχω δίκιο, δεν μίλησα ή δεν σκέφθηκα σωστάνεοελλ.1. προδίδω, καταδίδω («μέ απείλησε ότι θα τά πει όλα στον πατέρα μου»)2. υποθέτω («πες πως κέρδισες το λαχείο, τί θα κάνεις;»)3. χαρακτηρίζω ως..., θεωρώ («τή λες συμπεριφορά αυτή;»)4. υπόσχομαι, τάζω («εγώ ό,τι λέω τό κάνω»)5. προτίθεμαι («λέω να πάω το καλοκαίρι για διακοπές»)6. μέσ. λέγομαιονομάζομαι7. φρ. α) «λέω και ξελέω» — φάσκω και αντιφάσκωβ) «θα τά πούμε»i) θα λογαριαστούμε, θα λύσουμε τις διαφορές μαςii) θα συναντηθούμε και θα κουβεντιάσουμεγ) «τό λέει η καρδιά του» ή «τό λέει η περδικούλα του» — είναι γενναίοςδ) «και πάει λέγοντας» — και έτσι συνεχίζεταιε) (σε έντονη άρνηση) «ποιος τό 'πε!» ή «ποιος τό λέει!» — με κανέναν τρόποστ) «λες και...» — σαν να... («μέ απέφευγε, λες και ήθελα να τού ζητήσω δανεικά»)ζ) «τού τά 'πα ένα χεράκι» — τόν επέκρινα δριμύτατα, τόν επέπληξαη) «λέγε, λέγε» ή «πες, πες» — χρησιμοποιείται για επίμονες συμβουλές, συστάσεις ή παρακλήσειςθ) «ό,τι πουν όλοι» — συμφωνώ εκ τών προτέρων με την απόφαση που θα πάρουν οι άλλοιι) «θα τό κάνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι» — θα υπακούσεις οπωσδήποτεια) «έχουμε και λέμε» — ας υπολογίσουμε ή ας συνεχίσουμε τους υπολογισμούςιβ) «εμένα μού λες;» i) τά ξέρω καλύτερα από σένα και μη μού τά επαναλαμβάνειςii) αμφιβάλλω γι' αυτό που ισχυρίζεσαιιγ) (σε περιπτώσεις έκπληξης) «τί μού λες!» — δεν τό πιστεύωιδ) «(μωρέ) τί μάς λές» — χρησιμοποιείται ως έκφραση αντίρρησης με ειρωνείαιε) «ούτε να λέγεται» — με κανέναν τρόποιστ) «αυτό να λέγεται» — αναμφισβήτητα, οπωσδήποτειζ) «τί έκανε λέει;» ή «τί έγινε λέει;»i) αδύνατο, δεν τό παραδέχομαιii) χρησιμοποιείται επίσης ως έκφραση έντονης έκπληξηςιη) «φέρ' ειπείν» ή «που λέει ο λόγος» — επί παραδείγματιιθ) «εγώ τά λέω, εγώ τά ακούω» — χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που οι λόγοι κάποιου δεν βρίσκουν απήχησηκ) «που λες» ή «που λέτε» — χρησιμοποιείται ως συνδετικός ή ως μεταβατικός κρίκος σε μια συζήτησηκα) «τά λένε»i) έχουν ιδιαίτερο σύνδεσμο μεταξύ τους, συνδέονται ιδιαιτέρωςii) συνομιλούν, συζητούνκβ) «τά λέω έξω από τα δόντια» ή «τά λέω απ' την καλή» ή «τά λέω σταράτα» ή «τά λέω ορθά κοφτά» ή «λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη» — μιλώ ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφέςκγ) «τά λέω απ' έξω απ' εξω» — εκφράζομαι με υπονοούμενακδ) «εδώ που τά λέμε» — για να υπάρχει ειλικρίνεια μεταξύ μαςκε) «να λέμε και τού στραβού το δίκιο» — να μη μεροληπτούμεκστ) (σε αφηγήσεις, παραμύθια κ.λπ.) «ήταν, λέει, μια φορά» — χρησιμοποιείται ως έναρξη αφήγησηςνεοελλ.-μσν.1. τραγουδώ, ψάλλω (α. «τό λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια», δημ. τραγούδιβ. «να τά πούμε; [τα κάλαντα]»)2. απαγγέλλω στίχους («τό 'πε πολύ ωραία το ποίημα»)3. (το απρμφ. ενεστ. ως ουσ. συν. ενάρθρως) το λέγεινη ευφράδεια, η ευγλωττία4. φρ. «λέγω με τον νου μου» ή «λέγω μέσα μου» — σκέπτομαι, συλλογίζομαι, αναλογίζομαιμσν.1. (για μουσικό όργανο) ηχώ2. (το απρμφ. αορ. β' ως ουσ.) τὸ εἰπεῑνα) το ρητό, το απόφθεγμαβ) η πληροφορία, η μαρτυρία3. φρ. α) «λέγεται κάτι βεβαίως» — αποδεικνύεται κάτιβ) «λέγεται κάτι ἐν τοῑς ὠσί μου» — πληροφορούμαι, μαθαίνωγ) «λέγεται λόγος παλαιός» — αναφέρεται από την παράδοσηδ) «λέγω βουλήν» — αποφασίζωε) «λέγω κάτι έκ στόματος» — διηγούμαι λεπτομερώςστ) «λέγω κάτι μεγάλως» — μεγαλοποιώζ) «λέγω τὴν ὁμιλίαν» — συζητώ, συνομιλώαρχ.1. βοώ, κραυγάζω («λέγοντεςσταύρωσον αὐτόν», ΚΔ)2. ρητορεύω, σε αντιδιαστολή με το λαλώ («λαλεῑν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν», Εύπ.)3. καυχιέμαι («λέγων δὲ ἕκαστος ὑμῶν τὴν ἑαυτοῡ ῥώμην», Ξεν.)4. εξυμνώ κάποιον τραγουδώντας («θέλω λέγειν Ατρείδας», Ανακρεόντ.)5. αναγορεύω, ανακηρύσσω6. συλλέγω, μαζεύω («ὀστέα... λέγωμεν», Ομ. Ιλ.)7. κάνω απαρίθμηση, μετρώ (α. «ἐν δ' ἡμέας πρώτους λέγε κήτεσιν» Ομ. Οδ.β. «ἐγὼ πέμπτος μετὰ τοῑσιν ἐλέγμην», Ομ. Οδ.)8. λογαριάζω, θεωρώ («εἰ... θανοῡμαι, κέρδος αὖτ' ἐγὼ λέγω», Σοφ.)9. μέσ. α) συλλέγω για τον εαυτό μου («ὀστέα λευκὰ λέγοντο», Ομ. Ιλ.)β) εκλέγω («λέξαιτο... ἄνδρας ἀρίστους», Ομ. Οδ.)10. φρ. α) «λέγω τινὰ οὐδαμοῡ» — θεωρώ κάποιον μηδαμινό, δεν τόν λογαριάζω καθόλουβ) «λέγω τι» — μιλώ σωστάγ) «δίκας λέγω ὑπέρ τινος» — υπερασπίζομαι κάποιον στο δικαστήριοδ) «δεινὸς λέγειν» — δεινός ρήτοραςε) «ἐν τῷ λέγεσθαι» — κατά τη ρήση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. λέγω, τού οποίου η αρχική σημ. ήταν «συλλέγω, συγκεντρώνω, επιλέγω», αντιστοιχεί ακριβώς προς το λατ. lego «συγκεντρώνω, διαλέγω» (εξ ου και η σημ. «αναγιγνώσκω») και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leĝ- «συγκεντρώνω συλλέγω» — πρβλ. και αλβ. mb-leth, πιθ. βόρειο άνω γερμ. lesen, γοτθ. lisan, χεττιτ. lišaizzi (όλα με αρχική σημ. «συλλέγω»). Ο τ. λέω προήλθε με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -γ-. Το ρ. λέγω με την αρχική του σημ. απαντά κυρίως στον Όμηρο και εν συνθέσει και σχηματίζει ομαλά τον μέλλοντα (λέξω) και τον αόρ. (ἔλεξα). Αργότερα έλαβε τη σημ. «μιλώ», δηλώνοντας προφανώς την διά τού προφορικού λόγου έκφραση του αποτελέσματος τής απαρίθμησης ή επιλογήςμε τη σημ. αυτή το ρ. σχηματίζει αόρ. εἶπον (βλ. ἔπος), μέλλ. ἐρῶ και παρακμ. εἴρηκα (βλ. εἴρω ΙΙ). Στην Αρχαία μαρτυρούνται, εκ παραλλήλου με το λέγω, και άλλα ρήματα με ειδικότερες σημασίες. Συγκεκριμένα, το ἀγορεύω (< ἀγορά) σήμαινε αρχικά την ομιλία στην αγορά, τη συζήτηση σε συγκέντρωση και αποτελούσε βασικά λέξη τού πολιτικού και δικανικού λεξιλογίου, αντικαταστάθηκε όμως αργότερα, ως έναν βαθμό, από το λέγω. Η βασική σημ. τού φημί ήταν «ισχυρίζομαι, επιβεβαιώνω». Με την ειδική σημ. «φλυαρώ, κουβεντιάζω άσκοπα» απαντά το λαλῶ στην κλασική περίοδο, ενώ από τους ελληνιστικούς χρόνους και μετά έλαβε τη σημ. «μιλώ». Το ὁμιλῶ, τέλος (< ὅμιλος «ομάδα»), από την αρχική σημ. «συναναστρέφομαι με κάποιον», μετέπεσε στην έννοια «συζητώ», από τους ελληνιστικούς όμως χρόνους και μέχρι σήμερα αντικατέστησε το ρ. λαλῶ. Το λέγω τόσο στην Αρχαία όσο και στη Νέα χρησιμοποιείται ως απρόσωπο με σημ. «υπάρχει η φήμη, διαδίδεται» (λέγεται, λέει, λένε). Στη Νέα Ελληνική το ρ. λέγω χρησιμοποιείται με βασική σημ. «διατυπώνω άποψη, εκφράζομαι διά τού προφορικού λόγου», ενώ το (ο)μιλώ αναφέρεται περισσότερο στη διαδικασία τής επικοινωνίας, σημαίνει δηλ. συζητώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω. Πρέπει να τονιστεί ότι αυτές είναι οι γενικές σημασίες τών ρημάτων λέγω και (ο)μιλώ, ενώ σε άλλες χρήσεις η σημ. τών λεκτικών ρημάτων επικαλύπτεται.ΠΑΡ. λέξη, λόγοςαρχ.λέγμα, λεκτός, λογήνεοελλ.λεγάμενος.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) α) με σημ. «συλλέγω, διαλέγω»: διαλέγω, εκλέγω, επιλέγω, καταλέγω, προεκλέγω, προσεπιλέγω συγκαταλέγω, συλλέγωαρχ.αναλέγω, αντικαταλέγω, απολέγω, απεκλέγομαι, εγκαταλέγω, επισυλλέγω, παραλέγω, παρασυλλέγομαι, προαναλέγω, προσαναλέγω, προσεκλέγω, προσκαταλέγω, προσυλλέγομαι, συνεκλέγω, υποσυλλέγωνεοελλ.αποδιαλέγω, επανεκλέγω, κακοδιαλέγω, ξεδιαλέγω, περισυλλέγω, ψιλοδιαλέγω. β) με σημ. «μιλώ»: αντιλέγω, καταλέγω, προλέγω, συνδιαλέγομαιαρχ.αμφιλέγω, αντιδιαλέγομαι, απολέγω, εκλέγω, επιλέγω, παραλέγω, παραπρολέγω, περιλέγω, προαναλέγω, προδιαλέγω, προκαταλέγομαι, προσαναλέγω, προσδιαλέγομαι, προσεπιλέγω, προσκαταλέγω, προσλέγω, συγκαταλέγω, συνεπιλέγω, υπολέγωνεοελλ.διαλέγομαι, καλολέω, κρυφολέ(γ)ω, ματαλέω, ξαναλέ(γ)ω, ξελέ(γ)ω, παραλέω, πολυλέω, πρωτολέγω, σιγολέω, χιλιολέω].
Dictionary of Greek. 2013.